- δάνει
- δάνοςgiftneut nom/voc/acc dual (attic epic)δάνεϊ , δάνοςgiftneut dat sg (epic ionic)δάνοςgiftneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάνει' — δάνεια , δάνειον loan neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδανεῖ — κῡδανεῖ , κυδαίνω give fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κῡδανεῖ , κυδαίνω give fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδάνει — κῡδάνει , κυδάνω exalt pres ind mp 2nd sg κῡδάνει , κυδάνω exalt pres ind act 3rd sg κῡδά̱νει , κυδαίνω give aor subj act 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβακός — ή, όν, ΜΑ μσν. πανούργος, δόλιος αρχ. 1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.) 2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος 3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek